- συναναφυρώ
- -άω, Ασυναναφύρω*.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀναφυρῶ «αναμιγνύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναναφύρω — ΜΑ 1. ανακατεύω μαζί 2. παθ. συναναφύρομαι συναναστρέφομαι αρχ. (μέσ. παθ.) α) κυλιέμαι κάπου μαζί με άλλους β) μτφ. κυλιέμαι στη λάσπη, έχω επιλήψιμες συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναφύρω «αναμιγνύω, συγχέω, μιαίνω»] … Dictionary of Greek
συναναπεφυρμένα — συναναφύρω knead perf part mp neut nom/voc/acc pl συναναπεφυρμένᾱ , συναναφύρω knead perf part mp fem nom/voc/acc dual συναναπεφυρμένᾱ , συναναφύρω knead perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνανέφυρεν — συναναφύρω knead aor ind pass 3rd pl (epic) συνανέφῡρεν , συναναφύρω knead aor ind act 3rd sg συνανέφῡρεν , συναναφύρω knead imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναπεφυρμένον — συναναφύρω knead perf part mp masc acc sg συναναφύρω knead perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναφυρέντα — συναναφύρω knead aor part pass neut nom/voc/acc pl συναναφύρω knead aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναφυρέντων — συναναφύρω knead aor part pass masc/neut gen pl συναναφύρω knead aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναπέφυρται — συναναφύρω knead perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναφυρεῖσαν — συναναφύρω knead aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναφυρείς — συναναφύρω knead aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναναφυρθέντας — συναναφύρω knead aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)